- ζέαν
- ζέᾱν , ζέαthe roof of a horse's mouthfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαρρακία — ή φαρράκια Α (κατά τον Διον. Αλ.) «ἐκάλουν δὲ τοὺς ἱεροὺς oἱ παλαιοὶ γάμους ῥωμαϊκῇ προσηγορίᾳ περιλαμβάνοντες φαρράκια, ἐπὶ τῆς κοινωνίας τοῡ φαρός, ὁ καλοῡμεν ἡμεῑς ζέαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. farraceus < λατ. far, farris «είδος σιταριού»… … Dictionary of Greek